-
1 απαρχω
1) предводительствовать Pind., Anth.2) med. срезывать для принесения в жертву(τρίχας Hom. и τῶν τριχῶν Plut.; κόμης Eur., Plut.; τῶν κρεῶν καὴ σπλάγχνων Her.)
3) med. приносить в жертву первые плоды урожая(ἀ. τοῖς θεοῖς Xen.; ἄγε νυν ἀπάρχου Arph.)
4) med. отбирать как лучшую долю(ἕνα δικαστήν Plat.)
5) med. жертвоватьἀπήρχοντο ὡς ἕκαστος εἶχεν εὐπορίας Plut. — каждый внес (денежное) пожертвование в соответствии со своим состоянием
6) med. начинать, приступать
См. также в других словарях:
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek